υποθηκοφυλακείο

υποθηκοφυλακείο
το
δημόσιο γραφείο, όπου τηρούνται τα βιβλία των υποθηκών και μεταγραφών (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποθηκοφυλακείο — το, Ν (νομ.) η υπηρεσία και το κατάστημα εγγραφής, φύλαξης και απάλειψης τών υποθηκών, τών κατασχέσεων, τών διεκδικητικών αγωγών και, γενικά, κάθε μεταγραπτέας, κατά νόμο πράξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποθηκοφύλακας. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποθηκοφυλακεῖον …   Dictionary of Greek

  • ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… …   Dictionary of Greek

  • μεταγράφω — μτβ. 1. αντιγράφω, ξαναγράφω κάτι κάνοντας διορθώσεις. 2. (νομ.), κάνω μεταγραφή στο υποθηκοφυλακείο: Μετέγραψε το σπίτι του στο υποθηκοφυλακείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γονική παροχή — Περιουσιακή επίδοση του γονέα προς το τέκνο είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος. Η γ.π., εφόσον δεν υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις,… …   Dictionary of Greek

  • υποθηκοφύλακας — ο δημόσιος υπάλληλος που διευθύνει το υποθηκοφυλακείο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”